- πάρουλος
- πάρ-ουλος, etwas kraus
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πάρουλος — somewhat curled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρουλος — ον Α ο κάπως σγουρός, ο ελαφρά κατσαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + οὖλος (II) «σγουρός, κατσαρός»] … Dictionary of Greek
παρουλότριχος — ον, Μ αυτός που έχει μαλλιά λίγο σγουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάρουλος «λίγο σγουρός» + τριχος (< θρίξ, τριχός), πρβλ. πολύ τριχος] … Dictionary of Greek